- όρυξ
- ο (Α ὄρυξ, -υγος και κατά τον Ησύχ. ὄρυγξ, -υγγος)αντιλόπη τών ερημικών περιοχών τής Αφρικής και τής Αραβίας, που ονομάστηκε έτσι από τα μακριά και αιχμηρά κέρατά της («μονόκερων δὲ καὶ δίχηλον ὄρυξ», Αριστοτ.)αρχ.1. είδος αιχμηρού σιδερένιου εργαλείου χρήσιμου για εκσκαφή και για διάτρηση λίθων, πιθ. σκαπάνη, κασμάς2. μεγάλο ψάρι, κήτος, πιθ. ο μονόδους ο μονόκερως ή είδος φάλαινας («ὀρύγων τε καὶ φαλαινῶν καὶ φυσητήρων», Στράβ.)3. φρ. «ὄρυξ τετράκερως» — είδος ινδικής αντιλόπης με τέσσερα κέρατα.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ορύσσω].
Dictionary of Greek. 2013.